διανοίγονται

διανοίγονται
διανοίγω
lay open
pres ind mp 3rd pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • αυλακωτήρας — ο γεωργικό εργαλείο με το οποίο διανοίγονται αυλάκια στο έδαφος …   Dictionary of Greek

  • διπλόποδα — (diplopoda). Μία από τις δύο υφομοταξίες στις οποίες διαιρείται η ομοταξία των μυριαπόδων. Περιλαμβάνει τα γένη που είναι γνωστά με την ονομασία πολυπόδια (π.χ. τους ιούλους, τις γλυμερίδες, τους πολυδέσμους κ.ά.). Tα δ. έχουν κυλινδρικό,… …   Dictionary of Greek

  • ορυχείο — Σύνολο εργοταξίων, υπόγειων ή επιφανειακών, τα οποία, με τις μηχανικές εγκαταστάσεις τους, έχουν προορισμό την ανόρυξη και την εξαγωγή χρήσιμων ορυκτών. Η επεξεργασία στην οποία υποβάλλεται η μάζα του πετρώματος λέγεται εκμετάλλευση του ορυκτού.… …   Dictionary of Greek

  • προανοικτήρας — ο, Ν μηχάνημα με το οποίο διανοίγονται οι ίνες τού μαλλιού πριν από τη νηματοποίησή του. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + ανοίγω + επίθημα τήρας (πρβλ. οδοστρω τήρας)] …   Dictionary of Greek

  • προοπτική — Στη γεωμετρία, η μέθοδος παράστασης των σχημάτων του χώρου με την προβολή τους σε ένα επίπεδο (σχέδιο) από ένα σημείο (κέντρο προβολής είτε όψης). Τέχνη. Mέχρι τον Μεσαίωνα ο λατινικός όρος perspectiva σήμαινε οπτική. Μόνο οι Φλωρεντινοί ζωγράφοι …   Dictionary of Greek

  • στοά — Κτίριο ή χώρος μιας μεγαλύτερης οικοδομής, ανοιχτό προς το εξωτερικό και διαρρυθμισμένο στην εξωτερική του όψη, από μία ή περισσότερες κιονοστοιχίες. Πρόκειται συνήθως για χώρο ανοιχτό στο κοινό για συναντήσεις, συναθροίσεις ή και για την πώληση… …   Dictionary of Greek

  • σχιζοκοιλία — η, ή σχιζόκοιλο, το, Ν βιολ. (στους δακτυλιοσκώληκες, στα μαλάκια, στην τροχοφόρο προνύμφη, στα βραχιονόποδα και στα αρθρόποδα) τρόπος σχηματισμού τού κοιλώματος με αρχική ανάπτυξη τού μεσοδέρματος σε συμπαγείς κυτταρικές μάζες, οι οποίες… …   Dictionary of Greek

  • ταφόνι — τα, Ν άκλ. (γεωμορφ.) κυκλικές κοιλότητες που διανοίγονται στις πλαγιές βουνών ή λόφων, με μεσόκοκκα ή χονδρόκοκκα κρυσταλλικά πετρώματα, αλλά και με ασβεστόλιθους, ψαμμίτες ή σχιστολίθους …   Dictionary of Greek

  • Αιγαίο πέλαγος — Θαλάσσια λεκάνη (250.000 τ. χλμ.) της ανατολικής Μεσογείου μεταξύ της ηπειρωτικής Ελλάδας στα Δ και στα Β, της Τουρκίας στα Α και των νησιών Κρήτη και Ρόδος στα Ν. Με κατεύθυνση από ΒΔ προς ΝΑ έχει μήκος περίπου 640 χλμ. και πλάτος 320 χλμ., μέσα …   Dictionary of Greek

  • Έβρου, νομός — Νομός (4.242 τ. χλμ., 149.354 κάτ.) της περιφέρειας Ανατολικής Μακεδονίας και Θράκης, το βορειοανατολικό άκρο της ελληνικής επικράτειας. Συνορεύει Β με τη Βουλγαρία, ΒΑ και Α με την Τουρκία (Ανατολική Θράκη) με φυσικό όριο τον ποταμό Έβρο, Ν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”